δειματοσταγης

δειματοσταγης
    δειματοσταγής
    δειμᾰτο-στᾰγής
    2
    пронизывающий страхом, ужасающий
    

(ἄχθος Aesch. - v. l. αἱματοσταγής)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δειματοσταγης" в других словарях:

  • δειματοσταγής — δειγματοσταγής, ές (Α) φρ. «ἄχθος δειματοσταγές» βάρος που προκαλεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα ( τος) + σταγής < στάζω] …   Dictionary of Greek

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»